- νωτοπλήξ
- νωτοπλήξ, -ῆγος, ό, ἡ (Α)(για δούλους) αυτός που δέχεται χτυπήματα στα νώτα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + πλήξ, -ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο-πλήξ, νοο-πλήξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωτόπληγα — νωτοπλήξ with scourged back masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)